αγγλικανός

αγγλικανός
η , ό [ν] англиканского вероисповедания

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγγλικανός" в других словарях:

  • Αγγλικανός — ή Διαμαρτυρόμενος που ανήκει στο δόγμα τής Αγγλικανικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Anglican] …   Dictionary of Greek

  • αγγλικανός — ή, ό χριστιανός που ακολουθεί το δόγμα της Aγγλικανικής Eκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγλικανικός — ή, ό [Αγγλικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλικανική Εκκλησία …   Dictionary of Greek

  • αγγλικανισμός — Η επίσημη θρησκεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1534, οπότε o Ερρίκος H’ την απέσπασε από τον καθολικισμό. Αρχικά αγγλικανικές ονομάστηκαν οι δύο εκκλησιαστικές περιφέρειες του Καντέρμπερι και του Γιορκ. Μετά το Σχίσμα η ονομασία δόθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Μπελ, Άντριου — (Andrew Bell, Σεντ Άντριους 1753 – Τσέλτενχαμ 1832). Αγγλικανός πάστορας. Διεύθυνε στο Έγκμορ, κοντά στο Μαντράς, ένα σχολείο για τα παιδιά των εκεί Άγγλων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Μαζί με τον σύγχρονο του κουάκερο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»